give out



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
give out [sth],
give [sth] out
vtr phrasal sep
(heat, warmth: radiate)εκπέμπω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βγάζω ρ μ
 Stars give out heat and light.
give out [sth],
give [sth] out
vtr phrasal sep
(distribute)διανέμω, μοιράζω ρ μ
 The teacher gives out the worksheets to the students.
 Ο δάσκαλος μοιράζει τα τετράδια εργασίας στους μαθητές.
give out vi phrasal informal (bodily organ: fail)παθαίνω ανεπάρκεια ρ μ + ουσ θηλ
 His heart finally gave out and he died.
 After years of heavy drinking, his liver finally gave out.
 Η καρδιά του τελικά έπαθε ανεπάρκεια και πέθανε. // Μετά από χρόνια ποτού, το συκώτι του έπαθε ανεπάρκεια.
give out vi phrasal (be used up)εξαντλούμαι ρ μ
 He had been ill for so long that his will to live finally gave out.
 Ήταν άρρωστος για τόσο πολύ καιρό που η διάθεσή του να ζήσει τελικά εξαντλήθηκε.
give out vi phrasal Ire, informal (complain)γκρινιάζω, παραπονιέμαι ρ αμ
give out,
give out about [sth]
vi phrasal + prep
Ire, informal (complain about)παραπονιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  γκρινιάζω για κτ ρ αμ + πρόθ
 Mary is always giving out about the noisy neighbours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
give out to [sb] vtr phrasal insep Irish, informal (reprimand)μαλώνω ρ μ
  (επίσημο)επιπλήττω ρ μ
 My mam gives out to me if I don't do my homework.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
give [sb] a handout,
give a handout to [sb],
also UK: give [sb] a hand-out,
give a hand-out to [sb]
v expr
(give financial aid)βοηθώ οικονομικά ρ μ + επίρ
give [sb] a shout-out,
give a shout-out to [sb]
v expr
informal (acknowledge by name)κάνω μνεία σε κπ περίφρ
Σχόλιο: Στην καθομιλουμένη δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και απαιτείται πιο γενικευμένη απόδοση, πχ «Κατά την ομιλία του ο μαθητής ευχαρίστησε τους καθηγητές που τον ενθάρρυναν».
 During his speech, the student gave a shout-out to the teachers who had encouraged him.
give out heat v expr (radiate warmth)εκπέμπω θερμότητα ρ μ + ουσ θηλ
  βγάζω ζέστη ρ μ + ουσ θηλ
 That little furnace certainly gives out a lot of heat for its size.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'give out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση give out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «give out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!